Ούρλιαξα και μούγγρισα σα ζώο ταυτόχρονα.
Ασι’μ σ’ λέου ρεκουβέλαξα απ’ τούν πόνου ιψές βράδ’, θα πάου να του βγάλου του δόντ’ σιήμιρα κι’όλα, δε βαστάου άλλου σ’ λέου.
Ούρλιαξα και μούγγρισα σα ζώο ταυτόχρονα.
Ασι’μ σ’ λέου ρεκουβέλαξα απ’ τούν πόνου ιψές βράδ’, θα πάου να του βγάλου του δόντ’ σιήμιρα κι’όλα, δε βαστάου άλλου σ’ λέου.
Ροχαλίζω.
Άϊκσις πως ρουχνάει του πιδί στούν ύπνου’τ, μπάκι ιέχ’ κριατάκια;
Έδαφος με χαμηλά πουρνάρια.
Ιέβανα παγάνες για τς’ λαγοί, σακάτ στη ρουπακιά, μπάκαι τς’ τσακώσου τς’ κιαρατάδις.
Ερείπιο.
Πιέθαναν οι γουνίδεσ’τ κι του σπίτιτ’ς ιέγινε έρμου κι ρ’μαδιακό.
Πιπίλα.
Βάνε του ραγουβύζ’ στού μ’κρό, δε τ’ ακούς απ’ πλάνταξι;
Κοκκινόξανθη προβατίνα. Η κοκκινομάλλα γυναίκα.
Σαν πήρα έναν κατήφορο, για δες, την άκρη το ποτάμι
και το ποτάμι, άντε ρούσα παπαδιά, και το ποτάμι ήταν θολό
και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο
σέρνει λιθά , άντε ρούσα παπαδιά, σέρνει λιθάρια ριζιμιά
Στροφή απ’ το παραδοσιακό τραγούδι της ρούμελης
Ρούσα παπαδιά.
Πλάγια.
Μη του βάν’ς ριβά βάντο τα ίσια.
Έρχομαι.
Ρχιέμαι σ’ λέου μη φουνάεις σα παλαβό.
Χάλια.
Πήγι κι παντρεύκε αυτόν τούν ρεμπετσέλα νέα γναίκα.
Διάρροια.
Ιέφαγα αυτάνα τα σκατλέτσια, κι μι πήγι ριπιτίγκος.