Κατηγορία: Ρ

Ρεκουβέλαξα:

Ούρλιαξα και μούγγρισα σα ζώο ταυτόχρονα.

Ασι’μ σ’ λέου ρεκουβέλαξα απ’ τούν πόνου ιψές βράδ’, θα πάου να του βγάλου του δόντ’ σιήμιρα κι’όλα, δε βαστάου άλλου σ’ λέου.

Ρουχνάου:

Ροχαλίζω.

Άϊκσις πως ρουχνάει του πιδί στούν ύπνου’τ, μπάκι ιέχ’ κριατάκια;

Ρουπακιά:

Έδαφος με χαμηλά πουρνάρια.

Ιέβανα παγάνες για τς’ λαγοί, σακάτ στη ρουπακιά, μπάκαι τς’ τσακώσου τς’ κιαρατάδις.

Ρ’μάδ’:

Ερείπιο.

Πιέθαναν οι γουνίδεσ’τ κι του σπίτιτ’ς ιέγινε έρμου κι ρ’μαδιακό.

Ραγοβύζ’:

Πιπίλα.

Βάνε του ραγουβύζ’ στού μ’κρό, δε τ’ ακούς απ’ πλάνταξι;

Ρούσα:

Κοκκινόξανθη προβατίνα. Η κοκκινομάλλα γυναίκα.

Σαν πήρα έναν κατήφορο, για δες, την άκρη το ποτάμι
και το ποτάμι, άντε ρούσα παπαδιά, και το ποτάμι ήταν θολό
και το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο
σέρνει λιθά , άντε ρούσα παπαδιά, σέρνει λιθάρια ριζιμιά

Στροφή απ’ το παραδοσιακό τραγούδι της ρούμελης

Ρούσα παπαδιά.

 

Ριβά:

Πλάγια.

Μη του βάν’ς ριβά βάντο τα ίσια.

Ρχιέμαι:

Έρχομαι.

Ρχιέμαι σ’ λέου μη φουνάεις σα παλαβό.

Ρεμπετσέλα:

Χάλια.

Πήγι κι παντρεύκε αυτόν τούν ρεμπετσέλα νέα γναίκα.

Ριπιτίγκος:

Διάρροια.

Ιέφαγα αυτάνα τα σκατλέτσια, κι μι πήγι ριπιτίγκος.

error: Content is protected !!